expand
previous
next
title

αγγειακός ιστός

αγγειόσπερμα

αγγειόσπερμα

αγγίζω, αφή

αγκύρωση δοντιών

αδιαφάνεια

αδρό, τραχύ

αειθαλής

αερισμός ή εξαερισμός

αεροπλάνο

άθροισμα, διαίρεση

αιμοφόρο αγγείο

αίσθηση

αιτία, λόγος

ακαμψία, δυσκαμψία, σκληρότητα

ακανόνιστος

ακανόνιστος

ακατέργαστη ξυλεία

ακίνητος, σταθερός

άκρη, παρυφή, κόψη

ακρίβεια, ορθότητα

ακροδάκτυλα

ακροφύσια

ακτίνα

ακτίνες ξύλου

ακτινική τομή

ακτινικό

αλληλουχία

αλλοίωση, χειροτέρευση

αλπική περιοχή

αλυσοπρίονο

αμελητέος, ασήμαντος

άμυλο

αναγκαστικός, υποχρεωτικός, εξαναγκασμένος

ανακατεύω, αναταράσσω

ανακτώ

ανάλογος

αναπαράγομαι

αναπαραγωγική ικανότητα

αναπαραγωγικό όργανο

αναπαραγωγικό πρόβλημα

αναπηρία

αναπνευστήρας

αναπνευστικός

αναπνέω

αναπνοή

ανάπτυξη

αναπτύσσω

αναρρόφηση

ανασηκωμένες ίνες

αναφλέγω ή αναφλέγομαι

αναφλεξιμότητα

αναχαιτίζω

ανειλημμένος

ανεμιστήρες, φτερωτές

άνεμος

ανεπεξέργαστος

ανήκει ή αναφέρεται στον κοχλία (του αφτιού)

ανθεκτικό

ανθεκτικότητα

ανθρακικό ασβέστιο

ανθρώπινος παράγοντας

ανισόπορο (ξύλο), δακτυλιόπορο

άνισος, ανισόρροπος

ανισοτροπικός

ανιχνευτής μετάλλων

άνοιγμα ή οπή αερισμού

άνοιγμα κόμης

ανοιχτό πεδίο

ανόργανη ύλη

ανόργανος

ανταλλαγή αερίων

αντίθετο πρότυπο διακλάδωσης

αντίθετος

αντικατοπτρίζω

αντικολλητό, κόντρα πλακέ

αντίσταση αποκοχλίωσης

αντίσταση αφαίρεσης καρφιού

αντοχή

αντοχή σε διάτμηση

αντοχή σε εφελκυσμό

αντοχή σε θλίψη

αντοχή σε κάμψη

αντοχή σε σύνθλιψη

αντοχή σε σχίσιμο

αντοχή στην τριβή

αντοχή,αντίσταση

ανυψώνω

ανωμαλία

αξιοσημείωτος

άξονας

άξονας

άξονας , άτρακτος

αξονικός

απαγωγή καυσαερίων, εξαντλώ

απαίτηση, ζήτηση

απαιτούμενος

απαξονικός

απασχολούμενος

απλά φύλλα

απλή στρεψοϊνια, σπειροειδής ίνα ξύλου

απλός

απόβλητα χαρτιού

απόγονος

αποζημίωση ασθενείας

απόθεμα

αποθέματα

αποθήκευση

αποθήκευση σκόνης

αποκλειστικά

απόκλιση, παρέκκλιση

αποκόλληση των αυξητικών δακτυλίων

απολίγνωση

απομένω

απορρόφηση

απορρόφηση υγρασίας

απορροφώ

απόσβεση

αποσύνθεση, διάλυση

αποτελώ, απαρτίζω, συνιστώ

αποτρέπω, εμποδίζω

αποτυχία, αστοχία

αποφεύγω

αποφλοιωμένος

αποφλοιώνω

αποφλοίωση, αφαίρεση του φλοιού δέντρου

αποχρωματισμός, απομελάνωση

αποχρωματισμός, ξεθώριασμα

απώλεια ακοής

απώλεια ακοής λόγω θορύβου

απώλεια νερού

άρκευθος

αρμοί,ξυλουργική

αρμός κοπής, εντομή πριονιού

αρσενικό (δηλητήριο)

αρωματικός

ασβέστιο

ασθένεια

αστάθεια

αστεροειδείς ή διαμετρικές ραγάδες

αστραπή

ασφάλεια στην εργασία

ασφαλής μέθοδος

ασφαλής, εξασφαλισμένος

ασφάλιστρα

ατμοί, αναθυμιάσεις

ατμόσφαιρα

άτρακτος, άξονας

ατύχημα

αυλάκι, αυλακιά

αυξάνω

αυξητικός δακτύλιος

αυστηρώς

αυτοκόλλητη ετικέτα

αυτοφυές

αυχένας, λαιμός

αφομοιώνω

αφομοίωση

άχυρο