όγκος
οδόντωση (πριονιού) για παγωμένα ξύλα
οδοντωτός
οθόνες
οικογένεια
οικολογικός
ολίσθηση
ολόκληρος
ολόκληρος, καθολικός, γενικής χρήσης
ομαλός, λείος
ομοιόμορφος
ομόκεντρος
οξειδώνω
οξείδωση
οξειδωτικός
οξιά
οξυγόνο
οπτικά
οπωροφόρος
όραση
οργανικός
όργανο
οργάνωση της θέσης εργασίας
οργανωτικός παράγοντας
ορθογώνιο
οριζόντιος
οριζόντιος, πλακέ,επίπεδος
ορμόνη
ορυκτά που σχηματίζουν τέφρα
οσμή, μυρωδιά
ουρλιαχτό
ουσία
ουσιωδώς
οφθαλμός
όχημα, βαγόνι
όψη /επιφάνεια αναφοράς
όψη, θέα
όψιμο ή θερινό ξύλο