expand
previous
next
title

πάγος

πακετάρισμα

παλέτα

παλινδρομικό πριόνι

παλινδρομικό τριβείο

παλινδρομικό τριβείο, τροχιακός

παλινδρομικός καταρράκτης πρίσεως

πάνελ, πλάκα,συσκευασία

παράγω, δημιουργώ

παράγω, εξάγω

παραγωγή χαρτιού

παράθυρο

παρακολουθούμενος, επιτηρούμενος

παραμορφώνω

παραμόρφωση

παραμόρφωση

παρανοήσεις

παρέγχυμα

παρκέ

παρουσία

παρτίδα

παρυφή

πάσσαλοι

πάτερα

πατόξυλο, πατοδόκαρο,μαδέρι

πατούρα

πατώματα λαμινέ

πάχος

πειστροφική κοπή

πενταχλωροφαινόλη

πεντόζη

πέρα για πέρα, ολωσδιόλου, απ' άκρου εις άκρον

περβάζι

περβάζι, κατώφλι

περιβάλλον

περιβάλλον

περιβάλλον εργασίας

περιβαλλοντικός παράγοντας

περιβάλλω

περιβάλλω με ζεστά ρούχα

περίγραμμα, σκιαγράφηση

περιεκτικότητα σε υγρασία

περιοριστικός

περιοχή, εύρος

περίπου

περιστρεφόμενος

περιστρεφόμενος

περιστροφή, σειρά

περιστροφικό εργαλείο

περιφέρεια

περιφέρεια (δέντρου)

περιφερειακός

περιφραγμένος

περιφράξεις

πετρέλαιο

πεύκο

πεύκο

πηγή

πηγή ανάφλεξης

πηχάκια κομμένα στα τεταρτημόρια

πιστόλι για καρφιά, καρφωτικό

πλαίσια

πλαίσιο

πλαίσιο παραθύρου, κούφωμα

πλαίσιο, κούφωμα

πλάκα

πλάκα στήριξης

πλάκα συμπαγούς ξύλου

πλάνη (μηχ.)

πλάνη, ραμποτέζα

πλάνισμα, πλάνιση

πλανισμένο

πλαστικοποιώ

πλάτανος

πλάτη

πλάτος

πλατύφυλλα δέντρα

πλεονέκτημα

πλευρικός, πλαϊνός

πληγή

πλοίο

ποικιλία

ποικίλλω, διαφέρω

πολλαπλά δισκοπρίονα

πολλαπλότητα, ποικιλία

πολτοποίηση

πολυάριθμος

πολυμερές

πολυστρωματικός

πολυφαινολικός

πονοκέφαλος

πόνος

πόρος

πόρτα

ποσότητες

που μειώνει την αντοχή

πουρνάρι

πράσινος

πρεμνοκόφτης

πρέσα

πριόνι διπλής όψεως

πριόνι με στενή κάθετη λεπίδα, τραπεζοσέγα

πριονίδι

πριονίδι

πριονίζω

πριόνισμα

πριονιστήριο, πριστήριο

πριονιστής

πριονόδισκος, δισκοπρίονο

πριονοκορδέλα, ταινιοπρίονο

πριονωτός

πριστή ξυλεία

προ-λεύκανση

προβλέπω

προβλέψιμος

προβολή

προγενέστερος

προδιαγραφή

προέλευση, καταγωγή

προεξέχω, προβάλλω

προετοιμασία

προϊόν

προϊόν κατεργασίας ξύλου

προϊόν φωτοσύνθεσης

προϊόντα επεξεργασίας ξύλου

προκαλώ ή υφίσταμαι έκρηξη

προκατασκευασμένα ξύλινα σπίτια

προκύπτω, αναφύομαι

προληπτικά μέτρα

πρόληψη πυρκαγιάς

προμηθευής

προνυμφικό

προοδευτικός

προσαρμοστικός

προσαρτημένος, προσκολλημένος

προσβολή φυτών από έντομα, μόλυνση

προσεκτικός

προσέχω, φροντίζω

προστατευτικά ακοής

προστατευτικά γυαλιά

προστατευτικό ματιών

πρόσφατος

προσφυής ρόζος

προσχέδιο, σχέδιο

προσωρινή απόλυση

πρότυπο διακλάδωσης κατ' εναλλαγή

πρότυπο, σχέδιο

προϋπόθεση, απαίτηση

προφίλ, κατατομή

προφυλακτήρες

προφύλαξη

προχωρώ σιγά-σιγά (για φυτά) , απλώνομαι

πρώιμο ή εαρινό ξύλο

πρώιμο ή εαρινό ξύλο

πρώτη ύλη

πρωτοπλάστης

πυκνός

πυκνότητα

πυξάρι

πυραμιδικός

πυρήνας

πυρηνικό

πυρίτιο

πυροσβεστικός ψεκαστήρας