(επι)πρόσθετος
εγγύτητα
εγκάρδιο ξύλο
εγκάρσια τομή
εγκάρσιος
εγκεφαλική βλάβη
έδαφος
είδη ξυλείας
ειδικευμένος, κατάλληλος
είδος
είδος ξυλόγλυπτου
εισάγω
εισπνεόμενος
έκθεση
έκκριση
εκλέπτυνση, διύλιση
εκλύω, απελευθερώνω, αποδεσμεύω
εκμετάλλευση
εκπομπή
έκρηξη
έκρηξη σκόνης
εκτίμηση, αξιολόγηση
εκτινάσσω, εκτοξεύω
εκτυπωσιμότητα
εκχύλιση
εκχυλίσματα
έκχυση, διαρροή
έλαιο
ελαιοδιαλυτά συντηρητικά
ελασματοειδής
ελαστικότητα
ελάτη
έλατο του Όρεγκον
έλατο, ερυθρελάτη
ελάττωμα, ατέλεια
ελαττωματικός
ελαφρά υγρός, νοτισμένος
ελεύθερο νερό
ελιά
έλκω, τραβώ
έλλειψη
έλξη
εμβαδόν
εμπειρία
εμπορική εφαρμογή
εμποτίζω
εμφάνιση
εναλλάξιμος
ενδιαίτημα
ενζυματικό
ενσωματωμένος
ένταση, τάση
εντελώς
εντεριώνη
εντεριώνιες ακτίνες
έντομο
εντομοκτόνο
εξάρτημα, αξεσουάρ, παρελκόμενο
εξαρτώμαι
εξασθενίζω
εξετάζω
εξετάζω, λαμβάνω υπόψη
εξόζη
εξομαλύνω, ισοπεδώνω
εξοπλισμένος
εξοπλισμός
εξυπηρετώ, εφοδιάζω
εξωτερικός
εξωτερικός φλοιός
εξώτερος
επαγγελματικοί κίνδυνοι
επαγγελματικός κίνδυνος
επανειλημμένα
επενδεδυμένο με καπλαμά
επενδεδυμένος με ξύλο
επένδυση ντουλαπιών
επένδυση πάνελ, ξυλεπένδυση
επένδυση, επίστρωση
επεξεργάζομαι
επεξεργασία ξύλου
επεξεργασία, διαδικασία, μέθοδος
επεξεργασμένος, δουλεμένος, σφυρήλατος
επηρεάζομαι
επί πλέον
επιβιώνω
επιβραδυντικό φωτιάς
επίγειος
επίγνωση, συναίσθηση
επιδερμίδα
επίδραση, επιρροή
επιζήμια επίδραση
επίθεση, προσβολή
επιθεώρηση, εξέταση
επιθυμητός
επικίνδυνος
επικινδυνότητα για την υγεία
επικόλλημα (καπλαμάς)
επικόρυφος
επιλέξτε
επιλογή
επίπεδη κοπή
επίπεδος
έπιπλα
έπιπλα εξωτερικού χώρου
επιπρόσθετος
επίπτωση
επίπτωση στην υγεία
επιρρεπής σε
επιταχύνω
επιτελώ
επιτραπέζιο δισκοπρίονο
επιτρεπτικός
επιτρέπω
επιφάνεια
επιφανειακό κάψιμο ξύλου κατά την κατεργασία
εποπτεύω, επιστατώ
επόπτης, επιστάτης
εργαλεία αέρος
εργαλεία που δημιουργούν σπινθήρες
εργαλείο
εργασίες κατασκευής κτηρίων
εργατική φόρμα (ολόσωμη)
εργατικό ατύχημα
εργατικό δυναμικό
εργατικός τραυματισμός
ερεθισμός
ερμάριο, ντουλάπι
εσοχή και προεξοχή
εσωτερικές τάσεις
εσωτερική σκάλα
εσωτερικός
εσωτερικός φλοιός
ετήσιο
ετήσιος/αυξητικός δακτύλιος
ευθυγραμμισμένος
ευθυϊνια, ευθύγραμμη ίνα
ευθύνη, υπαιτιότητα
ευθύς, ίσιος
ευθύτητα
ευπαθής, ευάλωτος
ευπροσάρμοστος, πολλαπλών χρήσεων
ευρέως διαδεδομένος
εύφλεκτος
ευωδιά
εφαπτομενική τομή
εφαπτομενικός
εφαρμογή με μηχανική φόρτιση
εφελκυσμογενές ξύλο
εφικτός, πραγματοποιήσιμος
έχων στήμονες